- ταχυγραφικός
- η , ό[ν]1) скорописный; 2) стенографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυγραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυγραφία. επίρρ... ταχυγραφικώς και ταχυγραφικά Ν με ταχυγραφία, με γρήγορη γραφή, με γρήγορο γράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek